- στᾶσα
- ἵστημιmake to standaor part act fem nom/voc sgἵστημιmake to standaor ind act 1st sg (doric)στάζωdropfut part act fem nom/voc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στᾶσ' — στᾶσα , ἵστημι make to stand aor part act fem nom/voc sg στᾶσι , ἵστημι make to stand aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) στᾶσαι , ἵστημι make to stand aor part act fem nom/voc pl στᾶσαι , ἵστημι make to stand aor imperat mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηκόθεν — και μήκοθεν (ΑΜ) επίρρ. από μακριά, μακρόθεν («ἀλώπηξ δὲ μηκόθεν στᾱσα ἔφη», Αισώπ. Μύθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆκος + επίρρμ. κατάλ. όθεν (πρβλ. υψ όθεν)] … Dictionary of Greek
Σημηριώτης — Επώνυμο δύο Ελλήνων ποιητών. 1. Άγγελος (1871 1944). Γεννήθηκε στο Δικελί της Μ. Ασίας. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και διετέλεσε καθηγητής της Εμπορικής Σχολής Χάλκης (1896 1900) και της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης (1901 1904). Ο Σ. υπήρξε ιδρυτής … Dictionary of Greek
στάσας — στά̱σᾱς , ἵστημι make to stand aor part act fem acc pl στά̱σᾱς , ἵστημι make to stand aor part act fem gen sg (doric aeolic) στά̱σᾱς , ἵστημι make to stand aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) στά̱σᾱς , στάζω drop fut part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)